Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταφανῶς
κατάφαρκτος
καταφαρμακεύω
κατάφαρκτος,
ος, ον,
enfermé dans :
ἐν δεσμῷ,
Soph.
Ant.
958,
dans un lien.
Étym.
cf.
κατάφρακτος
.