καταφυσάω-ῶ

κατάφυσις

καταφύτευσις
κατάφυσις, εως () []
1 attache d’un muscle, Gal. 2, 263, etc. ||
2 c. ψύλλιον, Diosc. 4, 70.
Étym. καταφύω.