Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατάφυσις
καταφύτευσις
καταφυτεύω
καταφύτευσις,
εως
(
ἡ
) [
ῠ
] action de planter,
Spt.
Jer.
38, 22 ;
Clém.
p. 277
.
Étym.
καταφυτεύω
.