Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπιμελής
καταπίμελος
καταπίμπλημι
κατα·πίμελος,
ος, ον
[
ῑ
] très gras,
Gal.
19, 451 ;
P. Eg.
p. 122, 7 et 29,
etc.
Étym.
κ. πιμελή
.