καταπληγμός

καταπληκτικός

καταπληκτικῶς
καταπληκτικός, ή, όν :
1 qui frappe d’étonnement ou d’admiration, Mach. (Ath. 578c) ||
2 particul. en mauv. part, qui frappe de crainte, effrayant, Pol. 3, 13, 6, etc. ; DS. 2, 16.
Étym. καταπλήσσω.