καταπόνησις

κατάπονος

καταποντίζω
κατά·πονος, ος, ον :
1 fatigué, épuisé, Plut. Syll. 29 ; ὑπό τινος, Plut. Alc. 25, par qqn ||
2 qui est à charge, importun, Spt. 3 Macc. 4, 14.
Étym. κ. πόνος.