Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταποντίζω
καταποντισμός
καταποντιστέον
καταποντισμός,
οῦ
(
ὁ
) action de jeter à la mer, de submerger,
Isocr.
257
e
;
App.
Mac.
16
.
Étym.
καταποντίζω
.