καταποντιστέον

καταποντιστής

καταποντόω-ῶ
καταποντιστής, οῦ () qui jette à la mer, d’où pirate, joint à λῃστής, Isocr. 280a ; Dém. 673 fin ; 674, 3 ; Luc. M. cond. 24 ; fig. Paus. 8, 52, 5 ; adj. Syn. Ep. 57.
Étym. καταποντίζω.