καταποντιστής

καταποντόω-ῶ

καταπορεύομαι
κατα·ποντόω-ῶ :
1 jeter à la mer, Hdt. 1, 165 ; 3, 30, Ant. 134, 10 ; Plat. Gorg. 511e ||
2 p. ext. jeter à l’eau, en gén. εἰς ποταμόν, Ath. 387f, dans un fleuve.
Étym. κ. πόντος.