Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπορθμίας
καταπόρνευσις
καταπορνεύω
καταπόρνευσις,
εως
(
ἡ
) prostitution,
Plut.
Tim.
13
.
Étym.
καταπορνεύω
.