καταπορέω-ῶ

καταπορθμίας

καταπόρνευσις
κατα·πορθμίας, ου, adj. m. (s. e. ἄνεμος) vent qui souffle du détroit, en Sicile, Arstt. Vent. 5.
Étym. κ. πορθμός.