Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπραγματεύομαι
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπρακτικός,
ή, όν,
capable de faire, d’exécuter,
gén.
Muson.
(
Stob.
Fl.
48, 16, t. 2, p. 253, l. 14
).
Étym.
καταπράσσω
.