Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπρακτικός
κατάπραξις
καταπράσσω
κατάπραξις,
εως
(
ἡ
) [
ᾱξ
] accomplissement, exécution,
Clém.
318, 443 ;
Jos.
A.J.
19, 1, 4
.
Étym.
καταπράσσω
.