Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατάπτωσις
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
κατα·πτώσσω
(
seul.
prés.
)
c.
καταπτήσσω,
Il.
4, 224, 340 ;
5, 254, 476 ;
Geop.
19, 2, 11
.