κατάπτωμα

κατάπτωσις

καταπτώσσω
κατάπτωσις, εως ()
1 chute, ruine, Spt. 3 Macc. 2, 14 ||
2 affaissement, affaiblissement, Hpc. Aph. 2, 21 ; Gal. 2, 729, etc.
Étym. καταπίπτω.