Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπτωχεύω
κατάπυγος
καταπυγοσύνη
κατά·πυγος,
ος, ον
[
ῡ
]
seul. cp.
-ότερος,
Sophr.
(
Ath.
281
e
)
c.
καταπύγων
.