κατάπυγος

καταπυγοσύνη

καταπύγων
καταπυγοσύνη, ης () [ῡῠ] débauche infâme, Crat. (Com. fr. 2, 46) ; Ar. Nub. 1023 ; Luc. Somn. 32.
Étym. καταπύγων.