Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατα·πύγων,
ων,
neutre
κατάπυγον
(
non
καταπῦγον
),
voc.
κατάπυγον
[
ῡ
] infâme débauché,
Ar.
Lys.
776
||
Cp. irrég.
-ωνέστερος
(
c. de
*καταπυγωνής
)
p.
-ονέστερος
.
Étym.
κ. πυγή
.