καταπυκνόω-ῶ

καταπύκνωσις

καταπυκνωτέον
καταπύκνωσις, εως ()
1 condensation, Nicom. Harm. p. 24 ||
2 p. suite, plénitude absolue, Alciphr. 3, 55, 8.
Étym. καταπυκνόω.