κάταργμα

κατάργυρος

καταργυρόω-ῶ
κατ·άργυρος, ος, ον []
1 qui est tout en argent, Callix. (Ath. 199d) ||
2 argenté, Ath. 148b ; Plut. M. 828e.
Étym. κ. ἄργυρος.