Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατάρης ἄνεμος
καταριγηλός
καταριθμέω-ῶ
κατα·ριγηλός,
ή, όν
[
ῑ
] effrayant, horrible, odieux,
Od.
14, 226
.
Étym.
κ. ῥιγέω
.