καταρέομαι

κατάρης ἄνεμος

καταριγηλός
κατάρης ἄνεμος [ᾰᾱ] vent de tempête, ouragan (propr. vent qui renverse ou qui s’abat sur) Alc. 131 ; Sapph. (Eust. p. 603, 35).
Étym. καταράσσω.