καταρροϊκός

κατάρροος-ους

καταρροπία
κατάρροος-ους, οος-ους, οον-ουν :
1 adj. qui coule en bas, Philstr. 265 ||
2 subst. ὁ κ. flux d’humeurs, Plat. Crat. 440c ; particul. catarrhe ou rhume, Hpc. 1259h ; Plat. Crat. 440d, etc.
Étym. καταρρέω.