καταρρηκτικός

κατάρρηξις

καταρρήσσομαι
κατάρρηξις, εως () litt. rupture par en bas : κοιλίης κ. Hpc. 157f, ou abs. κ. Hpc. 1131g, flux de ventre violent, dysenterie.
Étym. καταρρήγνυμι.