Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταρρηκτικός
κατάρρηξις
καταρρήσσομαι
κατάρρηξις,
εως
(
ἡ
)
litt.
rupture par en bas :
κοιλίης κ.
Hpc.
157
f
,
ou
abs.
κ.
Hpc.
1131
g
, flux de ventre violent, dysenterie.
Étym.
καταρρήγνυμι
.