καταρρηγνύω

καταρρηκτικός

κατάρρηξις
καταρρηκτικός, ή, όν, propre à faire évacuer, purgatif, Hpc. 392, 36 ; 394, 6 ||
Cp. -ώτερος, Hpc. 387, 38.
Étym. καταρρήγνυμι.