κατασκευασμάτιον

κατασκευασμός

κατασκευαστέος
κατασκευασμός, οῦ () machination, invention, Dém. 705, 3 ; ἐκ κατασκευασμοῦ, DC. 38, 9, d’accord.
Étym. κατασκευάζω.