κατασκευασμός

κατασκευαστέος

κατασκευαστής
κατασκευαστέος, α, ον, vb. de κατασκευάζω, Xén. Ages. 1, 23, etc. ; Plat. Leg. 964d ; Gal. 14, 262 ; Geop. 18, 2.