κατάσπασις

κατάσπασμα

κατασπασμός
κατάσπασμα, ατος (τὸ)
1 traction en bas : κατασπάσματα ἔχειν, Th. H.P. 4, 11, 5, pouvoir être tiré en bas ||
2 tronçon, fragment, Jos. B.J. 5, 12, 1.
Étym. κατασπάω.