κατάσπασμα

κατασπασμός

κατασπαστικός
κατασπασμός, οῦ ()
1 action de tirer en bas, abaissement, Plut. M. 650c ; Sor. Obst. p. 89 Dietz ||
2 fig. abattement, Plut. M. 78a.
Étym. κατασπάω.