κατασφάζω

κατασφαλίζω

κατασφάττω
κατ·ασφαλίζω [ᾰλ] enfermer solidement : τοὺς πόδας κατησφαλισμένοι πέδαις, Spt. 3 Macc. 4, 8, ayant les pieds assujettis dans des entraves ; fig. Sext. M. 7, 23.