κατασύρω

κατασφάζω

κατασφαλίζω
κατα·σφάζω (impf. κατέσφαζον, f. κατασφάξω, ao. κατέσφαξα ; ao. 2 pass. κατεσφάγην) égorger, Hdt. 8, 127 ; Eschl. Eum. 102 ; Soph. O.R. 730, etc. ; Xén. An. 4, 1, 23.