Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατασπουδάζω
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασπουδασμός,
οῦ
(
ὁ
) grande hâte,
Aqu.
Soph.
1, 18
.
Étym.
κατασπουδάζω
.