κατασποδόω-ῶ

κατασπουδάζω

κατασπουδασμός
κατα·σπουδάζω, s’occuper activement de, Apollon. Lex. hom. ; plus souvent au pass.-moy. m. sign. Hdt. 2, 173 ; κατεσπουδασμένος ἀνήρ, Hdt. 2, 174, homme actif, empressé ; κατεσπουδασμένη δέησις, DH. 11, 61, prière instante.