κατασταλάω-ῶ

κατασταλτικός

κατασταμνίζω
κατασταλτικός, ή, όν, propre à resserrer, à réprimer, à contenir, gén. Gal. 14, 763 ; Sext. M. 6, 19 ||
Cp. -ώτερος, Ptol. Tetr. p. 172, 26.
Étym. καταστέλλω.