κατασταλτικός

κατασταμνίζω

κατασταμνισμός
κατα·σταμνίζω, mettre dans un vase de terre, mettre en pot, en parl. du vin, Th. C.P. 2, 18, 4 ; κατεσταμνισμένοι λάγυνοι, Nicostr. fr. 11, flacons de vin.