καταστάθμησις

κατασταθμισμός

κατασταλάζω
κατα·σταθμισμός, οῦ () pesage, Diosc. 1, 72, ou p.-ê. κατασταμνισμός, mise en pot (du vin).
Étym. κ. σταθμίζω.