Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατα·στάθμησις,
εως
(
ἡ
) observation astronomique,
Epic.
π. φύσ.
p. 18 Orell.
Étym.
κ. *σταθμέω
de
σταθμός
.