κατάστεγνος

καταστεγνόω-ῶ

κατάστεγος
καταστεγνόω-ῶ, couvrir d’un toit solide, ou simpl. recouvrir solidement, Ath. 207d ; Geop. 13, 14, 7.
Étym. κατάστεγνος.