καταστεγνόω-ῶ

κατάστεγος

καταστείϐω
κατά·στεγος, ος, ον, couvert d’un toit, couvert, Hdt. 2, 148 ; Plat. Euthyd. 273a ; Arstt. H.A. 9, 14.
Étym. κ. στέγη.