Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστόρνυμι
καταστόρεσις,
εως
(
ἡ
) action d’étendre à terre,
Geop.
3, 3, 8
.
Étym.
καταστορέννυμι
.