Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταστόρεσις
καταστόρνυμι
καταστοχάζομαι
κατα·στόρνυμι
(
seul.
part. prés. fém. avec sync.
καστορνῦσα
)
c.
καταστορέννυμι
2,
Od.
17, 32
.