Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταστρατηγέω-ῶ
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρατοπεδεία,
mieux que
καταστρατοπεδία,
ας
(
ἡ
) séjour dans les camps, vie des camps,
Phylarq.
(
Ath.
539
c
) ;
El.
V.H.
9, 3
.
Étym.
καταστρατοπεδεύω
.