καταστρατεύομαι

καταστρατηγέω-ῶ

καταστρατοπεδεία
κατα·στρατηγέω-ῶ [ρᾰ] vaincre par une ruse ou une manoeuvre de guerre, Pol. 3, 71, 1 ; Plut. Tim. 11 ; fig. DH. Is. 3.