κατατεχνολογέω-ῶ

κατάτεχνος

κατατήκω
κατά·τεχνος, ος, ον, fait avec art, d’un art consommé, Plut. M. 78b ||
Sup. -ότατος, Anth. 5, 132.
Étym. κ. τέχνη.