καταθαρσέω

καταθαρσύνω

καταθεάομαι-θεῶμαι
κατα·θαρσύνω ou κατα·θαρρύνω, encourager contre, Plut. Luc. 29 ||
Moy. sous la forme καταθρασύνομαι, Luc. D. mort. 21, 2 ; DL. 2, 197 ; avec le gén. Thém. p. 464, c. καταθαρρέω.