καταθαρσύνω

καταθεάομαι-θεῶμαι

καταθεατέον
κατα·θεάομαι-θεῶμαι :
1 regarder d’en haut, Xén. An. 6, 5, 30, etc. ||
2 regarder attentivement, Xén. An. 1, 8, 14, etc. ; Plut. M. 426d.