Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταθρηνέω-ῶ
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
κατάθρυπτος,
ος, ον,
brisé, rompu,
fig.
Eub.
fr. 108 Kock
.
Étym.
καταθρύπτω
.