κατάτρησις

κατατριακοντουτίζω

κατατρίϐη
κατα·τριακοντουτίζω (inf. ao. -ῖσαι) [ῐᾱ] avoir commerce avec les trêves de 30 ans (courtisanes), Ar. Eq. 1391.
Étym. κ. τριακοντοῦτις.