Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατατρέχω
κατάτρησις
κατατριακοντουτίζω
κατάτρησις,
εως
(
ἡ
) trou,
Epic.
(
Plut.
M.
890
c
) ;
Gal.
19, 443,
etc.
Étym.
κατατιτράω
.