κατέαται

κατεϐλακευμένως

κατεγγυάω-ῶ
κατεϐλακευμένως [ᾱκ] adv. avec mollesse ou lâcheté, Ar. Pl. 325 ; Anth. 4, 3.
Étym. καταϐλακεύω.